αφιέρωση

αφιέρωση
[-ις (-εως)] η
1) посвящение (на книге и т. п.);

κάνω αφιέρωση τού βιβλίου μου σε... — посвящать свою книгу кому-л.;

2) перен. посвящение себя (чему-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αφιέρωση" в других словарях:

  • αφιέρωση — η τιμητική δωρεά· ειδικότερα προσφορά βιβλίου από το συγγραφέα με σχετική αναγραφή στο πρώτο φύλλο: Μου χάρισε το τελευταίο έργο του και μάλιστα με αφιέρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφιέρωση — η (AM ἀφιέρωσις) [αφιερώ] προσφορά αφιερώματος νεοελλ. 1. τιμητική προσφορά βιβλίου από τον ίδιο τον συγγραφέα σε πρόσωπο που τιμά καθώς και η αναγραφή της στην πρώτη σελίδα του αρχ. (καθ)αγιασμός, καθοσίωση …   Dictionary of Greek

  • ἀφιερώσῃ — ἀφιερώσηι , ἀφιέρωσις hallowing fem dat sg (epic) ἀφιερόω hallow aor subj mid 2nd sg ἀφιερόω hallow aor subj act 3rd sg ἀφιερόω hallow fut ind mid 2nd sg ἀ̱φιερώσῃ , ἀφιερόω hallow futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀ̱φιερώσῃ , ἀφιερόω hallow… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντεντικατόρια — η (διαλ.) η αφιέρωση, η προσφώνηση με την οποία αρχίζει ένα θεατρικό, συνήθως έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. dedicatoria «αφιέρωση έργου, βιβλίου» < λατ. dedicatio «αφιέρωση»] …   Dictionary of Greek

  • επιφημισμός — ἐπιφημισμός, ὁ (Α) [επιφημίζω] αφιέρωση, ιδίως με επίκληση τού ονόματος τού θεού στον οποίο γίνεται η αφιέρωση …   Dictionary of Greek

  • Michalis Travlos — (Greek: Μιχάλης Τραυλός) was born in 1950 in Piraeus, Greece. He started his musical studies at Athens National Conservatory in 1970 with Professor Michalis Vourtsis. In 1975, he was accepted to the Hochschule das Künste Berlin, where he studied… …   Wikipedia

  • Терзис, Пасхалис — Пасхалис Терзис …   Википедия

  • Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… …   Dictionary of Greek

  • αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… …   Dictionary of Greek

  • αλφάβητο — Κάθε σύστημα γραφής μιας γλώσσας, με την ευρεία έννοια. Πιο ειδικά, είναι το σύνολο των σημείων που χρησιμοποιούνται για τις αλφαβητικές γραφές, οι οποίες διακρίνονται από τις ιδεογραφικές ή τις συλλαβογραφικές. Στην αλφαβητική γραφή, κάθε απλός… …   Dictionary of Greek

  • ανάθεση — η (Α ἀνάθεσις) [ἀνατίθημι] νεοελλ. το να αφήνει κανείς σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφόρτιση, εντολή για εκτέλεση μιας πράξης αρχ. προσφορά αναθήματος, αφιέρωση αναθήματος σε ναό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»